σοβαροφανής

σοβαροφανής
-ες, Ν
αυτός που παριστάνει τον σοβαρό, τον σπουδαίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + -φανής (< φαίνομαι), πρβλ. αληθο-φανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σοβαροφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επιφανειακά σοβαρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… …   Dictionary of Greek

  • σοβαροφάνεια — η, Ν [σοβαροφανής] η ιδιότητα τού σοβαροφανούς, επιφανειακή σοβαρότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”